Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΠΑΣΧΑ

”Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του… Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο: Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!” (ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ).
Πάσχα. Πάσχα στη Λευκάδα. Μοσχοβολιές στον αέρα. Μάραθος, μυρτιές, αγράμπελες, κρίνοι, παπαρούνες. Ξωκλήσια, αγριολούλουδα. Η μυρωδιά του κεριού καθώς λιώνει στην πασχαλινή λαμπάδα. Η ανθισμένη φύση. Τα χελιδόνια. Ο έρωτας. Τα κόκκινα αυγά. Οι ασβεστωμένες αυλές. Ο οβελίας. Οι χαρμόσυνες καμπάνες. Πάσχα στη Λευκάδα. Στην Κυρα Φανερωμένη, στους Αγίους Αναργύρους, στην Παναγία των Ξένων. Οι φίλοι, οι παλιοί συμμαθητές. Βόλτα στο Κάστρο και στη Γύρα. Αγνάντεμα στον Αη Γιάννη. Περισυλλογή στο ηλιοβασίλεμα. Δραπέτευση στα καταπράσινα περιβόλια. Στουςλουλουδιασμένους αγρούς. Το φωτισμένο χαμόγελο της Μυρτώς. Η χαρά του Παναγιώτη. Το “κομμάτι”. Ο κατανυκτικός Επιτάφιος. Η χορωδία του Άγιου Νικολάου. Με την απουσία του πατέρα, απο τη χορωδία, μαχαίρι στην καρδιά. Η παράδοση. Οι προσδοκίες. Τα όνειρα. Οι ελπίδες.
Πάντως θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στα Πασχαλινά Λευκαδίτικα έθιμα: Το Μεγάλο Σάββατο, νωρίς, το πρωί, οι γυναίκες βγαίνουν στο παράθυρο και «ρίχνουν το κομμάτι» στο δρόμο. Πετούν δηλαδή ένα πήλινο αγγείο, πιάτο, λαγήνι, μπότη και στην ανάγκη ένα κεραμίδι ή κάτι γυάλινο – γενικά ένα εύθραυστο δοχείο που γίνεται κομμάτια. Τα συντρίμμια του σκεύους δεν κάνει να τα μαζέψουν την ίδια μέρα. Το κομμάτι -λέει η παράδοση- το ρίχνουν για να σπάσει η θλίψη, η ησυχία και το πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας. Ύστερα, με το χτύπημα της καμπάνας, βγαίνει η Φιλαρμονική στουςκεντρικούς δρόμους της πόλης και παίζει εμβατήρια. Ο ναός του Αη-Μηνά στην πόλη της Λευκάδας. Στην περιοχή είχαν παλιότερα τα εργαστήρια τους οι "χάβροι", οι σιδηρουργοί. Την Μεγάλη Παρασκευή στην πολη -τα παλιά χρόνια- λειτουργούσαν όλες σχεδόν οι εκκλησίες της πόλης και έβγαιναν περισσότεροι επιτάφιοι. Κάποτε οι επιτάφιοι έβγαιναν τα ξημερώματα του Μεγ. Σαββάτου. Αργότερα, γινόταν «συνάντηση επιταφίων» στην Πλατεία. Όταν περνούσαν οι επιτάφιοι απ’ την Πλατεία, οι φιλοπαίγμονες «Μπρανέλοι» αφορμή ήθελαν για ν’ αρχίσουν τα πειράγματα προς τις άλλες ενορίες. Μόλις έφτανε ο κάθε επιτάφιος στην πλατεία, ακούγονταν τα παρακάτω επιφωνήματα: Για τον επιτάφιο του Αγίου Μηνά: Τσαφ – τσουφ (επειδή στην περιοχή είχαν τα εργαστήρια τους οι «χάβροι», οι σιδηρουργοί). Για του Αγ. Γεωργίου και του Αγ. Δημητρίου (από τα «Ψαρέικα», με τους πολλούς ενορίτες, ψαράδες): Γαρίδα – γαρίδα! Για την ενορία των ναυτικών, τον Άγ. Χαράλαμπο: Όρτσα – Μπόντζα ή Αμόλα σκότα! Για της Αγ. Παρασκευής, με τις φιλόκαλλες ενορίτισσες: Οι φκιασιδούδες έρχονται! Για την ενορία της «μεγαλοοικογένειας» Τσαρλαμπά κ.ά., τον Άγ. Σπυρίδωνα: Τα ψηλά καπέλα! Και για τη Βαγγελίστρα: Ωχ! Βαγγελίστρα μου. Κι επειδή ξεχάσαμε τις παραδόσεις και τα παλιά μπρανελίστικα, αναδημοσιεύω ”Το κομμάτι’ του αείμνηστου Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), απο το βιβλίο του με τίτλο ”Απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992”:
- Δε μ’ λες, μωρ’ θειά (μώρα μου κιόλας) μη (μ)πάει κι έπεσε το κομμάτι, και δε (ν)το πήρα χαμπέρι;.
- Όχι, μαρή θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες;
- Δε (γκ)ξέρω. Εδεκεί π’ σάρωνα, μου κάστ’κε ότ’ άκ’σα τη μουζ’κή.
- Όχι, μαρή κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ’ τσ’ εννιά η ώρα να (ν)το λογαριάζ’ς. Δε μ’ λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ’ άλλο, έβαψες πολλά αυγά μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα, χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν’κοκύρ’ μου, να (ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ’σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας κομ-παρίρ’νε οι Αγγλογάλλ’». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ’χωρέσει.
- Μπα, μαρή κοπέλα μ’. Δε μ’ λες κάνε, τ’ αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ’. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ’ ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ’ς, με το ν’κοκύρ’ μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!
- Εγώ, καψόπαιδο, εφώναξα εχτές το μπάρμπ’ Αργύρ’ και ξεντριγάρ’σα.
- Ναι, είδα τσου «σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να ‘στενε καλά. Δε μ’ λες, αλήθεια, θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ’ς. Τι πράμα είν’ αλήθεια αυτό το κομμάτι; Άκου, να γυρίζ’, λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ’κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ’ «διάνα» κι οι ν’κοκυράδες, απ’ όπ’ βρεθούνε, να τσακίζ’νε στσου δρόμ’ς ότ’ παλιαγγειό τσου βρίσκεται. Μπορείς να μ’ πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;
- Εθίματα, μαρή θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ’ς να ‘ναι; Έτσ’ τα ‘βραμε απ’ τσου παλιότερους, έτσ’ τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε, νια μέρα π’ τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ’ς, ο νόντσολος τ’ Άη-Μηνά. Αλλά τώρα, στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ – πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο κοσμάκ’ς τα στ’μάρ’ζε πλειότερο απ’ τσου τωρινούς και μάλ’στα μου πολύ τα χαιρόντανε. Θ’μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ’κή στο παζάρ’ απ’ τα Χάβρ’κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ’ το τσαγκάρ’κό του ο Γιώργ’ς ο Κράλ’ς, Θεός σχωρέστονε κι απ’θώνει καταμεσίς του δρόμ’ ένανε θεόρατο μπότη, από κειούς εκεί με τ’ν αλ’φή απόξ’, ξέρ’ς μαρή, π’ βάν’νε το λάδ’, μ’ ένα φ’τίλ’ απάν’ στη μσ’ούδα του, αναμμένο. Οραντίς και το βλέπ’νε οι μουζ’κάντ’δες, σκιαχτήκανε και το βάν’νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και μήτε δ’νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ’ άλλο ο μακαρίτ’ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ’ρώτος, π’ τσόκανε το «δάσκαλο».
- Έτσ’ λ’πόν!. Και δε μ’ λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να ‘τ’μάσεις;
- Τι πράντσα, μαρή κοπέλα μ’, σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ’ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ’ν άλλ’ τ’ αρνί ψ’μένο. Αυτά. Τα ξέρ’ς. Δε (ν)τα ξέρ’ς τώρα;.
- Θα (ν)το ψήσ’τε στο σουβλί;
- Ναίσκε, μαρή. Όξ’ στ’ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ’νιάδο μου και το λαλά μου. Κάθε χρόνο έτσ’ κάν’με, από έσπαλε. Θέλ’νε, βλέπ’ς, άμα το σ’κών’νε, να ρίχν’νε και τσι κουμπουριές τσου, για το καλό τα’ χρόνου. Το δ’κό σας θα (ν)το βάλ’τε στο φούρνο, ε; Είδα το δ’κόνε σου, τ’ απολιώρα, πόφερν’ αποκλάδια.
- Τι να κάμ’με, θειά μου; Είμαστε βλέπ’ς κι οι δύο κονκασάδοι.
- Και για Ανάσταση, πού λέτε να πάτε;
- Εδεδώ στ’ (μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ’ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν’ αποσώσω κάτ’ δ’λειές που τ’ς έχω στ’ μέση, μη (μ)πάει κι έρτ’ ο μπάρμπα Χρήστος για το καλότ’χο τ’ αρνί. – Τότενες, γεια σ’ μαρή θυατέρα μου και καλή σας Ανάσταση.
- Αμήν, θεια μου, παρομοίως, με τ’ φαμελιά σου.
---------------------------
ΣΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
(ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ)
«Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι' όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πώς, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι' ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι' ο επιτάφιος θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Αγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι' απ' τ' Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι' όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!"
Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο - και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Και τότε, - μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι' ο αληθινός ετούτος στίχος, -
απ' το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι' αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!».
-------------------------------------------------------------------------
ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ-ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ -
ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΘΑ ΞΕΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ.

2 σχόλια:

Όλγα Π. Αχειμάστου είπε...

Συγχαρητήρια στον Ηλία Παν. Γεωργάκη για το υπέροχο άρθρο. Είναι σημαντικό να μην χάνεται η ιστορία της γλώσσας και της ντοπιολαλιάς γιατί ακόμη και αυτή αναδεικνύει ιστορία καταγωγής της. Με συγκινείτε βαθύτατα. Είναι σαν ν' ακούω τον πατέρα μου να μιλά Θεός σχωρές τον. Είναι στο κοιμητήρι του Σύβρου.

Όλγα Π. Αχειμάστου είπε...

Το Λευκαδίτικο Πάσχα θα το παραγγείλω τώρα γιατί διάβασα κομμάτι του και το αγαπώ πολύ Υπέροχες κι οι φωτογραφίες σας. Έχω γράψει ένα ποιημα για την φακή Εγκλουβής. Απο μια φωτογραφία που είδα. Σας ευχαριστώ γι αυτό το μοίρασμα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις