Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΓΕΛΙΟ (AΓΙΟΜΑΥΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ)



.-Kυριε Μανούδη, υπέβαλλα μια αιτηση στον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας.

-Και τι ζητάτε?

-Α! την νήσον... Σικελίαν(σσ η απάντηση σε ύφος μπλαζέ).

Ο διάλογος μεταξύ του αξέχαστου καθηγητή Μανούδη και του Πάνου Κατωπόδη(ο επιλεγόμενος λόγιος απο τα Βουρνικά με τα ανέκδοτα και το ανεξάντλητο χιούμορ του ο οποίος οραματίζονταν την ίδρυση μιας ανεξάρτητης κοινωνίας ποιητών και φιλοσόφων απο όλα τα μέρη του κόσμου).

Οι Ακαρνάνες λέγανε οτι όταν σε περονιάσει το νερό της Μεγάλης Βρύσης γίνεσαι μπιτ μπ(ου)ρανέλος. Οι μπρανέλοι λοιπόν αυτοί οι διαφορετικοί χαρακτήρες, γνήσιοι, πνευματώδεις, με κουλτούρα και με ενα μοναδικό χιούμορ. Χάθηκαν οπως και η παλιά Λευκάδα. Αλλά όσοι έζησαν αυτή τη μοναδική εποχή κουβαλάνε μόνο ευχάριστες και μοναδικές αναμνήσεις. Παρά τη φτώχεια και τις κακουχίες. Ατελείωτες οι ιστορίες, οι φάρσες και τα καλαμπούρια. Φοβεροί τύποι. Κι αυτή ήταν η ιδιαιτερότητα των μπρανέλων. Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, η διαφορετική προσέγγιση της ζωής, ο ιδιόρρυθμος τρόπος σκέψης.

' 'Η Λευκάς κύριε έχει 35000 ηθοποιούς'' απάντησε κάποτε ο Σπύρος Φιλιππας -Παναγος στον αείμνηστο Φρεντι Γερμανό όταν αυτός είχε μεινει έκπληκτος με το Λευκαδίτικο πνεύμα.
Αλήθεια και ποιος δεν θυμάται τον Ταγέα και τον Μπίρια. Ο Γεράσιμος καλόκαρδος και μεγάλη ψυχή - είχε ένα καροτσίνι τη Σούζη -και σύχναζε στου ''Μυτα''. Ο Σταυρος ο Ταγέας φώναζε 'Αβάρααα!΄'. Και ποιος δεν θυμάται τον Αντρέα τον Όπερα ή Ριγολέτο(που έσπρωχνε το καροτσινι του σφυρίζοντας ριγολέτο) τον μπάρμπα Αντρέα με τα γλυκά του, τ΄' αμπαλι στου Πάλα, τον Βαλαμόντε(Κοκονιώρο) με τις διαλέξεις, τον αξέχαστο Βούλη Βρεττο, τον Μπρουμη, τον Μπολσεβίκο, το Ζακχαίο, τον Σεραφείμ, το φοβερό Ζαχαρή με τις φάρσες του, το Γιάννη το Δεσύλα, τον Άγγελο τον Παταλέα, τον Σπυραντωνη, το

Νιόνιο τον Πατσά αλλα και τόσοι άλλοι οπως ο Σπύρος Φιλιππας Πανάγος, ο Μαλιαρής, ο Τσίνας, ο ΄συρματένιος'', ο Νιονιος ο Σοροκρασής, ο Λιωρης με την παράγκα του, ο Κοτσώλος, ο Αντωνης Κανιός, ο καθηγητης Μανούδης, ο Γούρμος, ο Γιάννης ο Σπρομήλιος κα. Ένας φοβερός τύπος ήταν και ο Νικος ο Μανιώρος, οδοκαθαριστής με αισθήματα και ανωτερότητα, γνωστός για τις αγαθοεργίες του. Φορούσε κατακόκκινο πηλίκιο, πάντα στολισμένο με ενα φρέσκο άλικο γαρίφαλο, πουκάμισο κόκκινο και κόκκινο περιβραχιόνιο και ενα απίθανο μουστάκι.

Φυσικά ο μεγάλος πρωταγωνιστής στις φάρσες και στα καλαμπούρια ήταν ο Ζαχαρής Κατωπόδης(φωτογραφία). Ανεπανάληπτος, μοναδικός.
Υπάλληλος του ΤΕΒΕ, λοιπόν, θέλησε να κάνει τον έξυπνο και πείραξε τον Ζαχαρή που αμέσως πάει και βρίσκει τον παλιό καφετζή Γιάννη Βλάχο και του λέει:

-Επειδή σ΄αγαπάω και σε σέβομαι, όπως με σέβεσαι και εσύ και σου έχω και εμπιστοσύνη θα σου πώ ενα μυστικό αλλά θα μου δώσεις το λόγο σου πως δεν θα το πεις σε κανέναν. Να εδώ και 6 μήνες στους συνταξιούχους του ΤΕΒΕ που πολεμήσανε στην Αλβανία δίνουνε μια έκτακτη ενίσχυση απο 500 δραχμές το μήνα αλλά τις κρατάει ο τάδε υπάλληλος, Εγώ το έμαθα τυχαία στην Αθήνα, πήγα και ζήτησα τα λεφτά μου και τα πήρα αναδρομικά! Τα ιδια και με ανάλογο τρόπο είπε και σ΄αλλους δυο-τρείς κι ενας-ενας πήγαινε και ζητούσε τα... καθυστερούμενα με αποτέλεσμα να βρει τον μπελά του ο υπάλληλος γιατί κανένας δεν πίστευε τους.. όρκους του πως δεν είχε ιδέα! Μάλιστα για να το γλεντήσει ο Ζαχαρής πήγε και ο ίδιος και προεβαλλε τις αξιώσεις του κι όταν προσπάθησε ο υπάλληλος να τον διαβεβαιώσει οτι δεν σταλθήκανε τέτοια χρήματα ο Ζαχαρής τον αποστόμωσε. Ξέρω εγώ, ειναι απο τα.. μυστικά κονδύλια! Βρέθηκε μάλιστα κάποιος ζόρικος να απειλήσει τον υπάλληλο, που στην απόγνωση του πήγε νύχτα στο σπίτι κάποιου κουμπάρου του και κατάφερε με χίλια παρακάλια να βγάλει το μυστικό! Κι απο τότε, όταν βλέπει τον Ζαχαρη... αλλάζει καντούνι.!!!

--Μια αλλη ιστορία: Ο Ζαχαρής, πήγε για δουλειά στην Αθήνα παρέα με έναν συνάδελφο του δερματέμπορα, λίγο αφελή και πολύ τσιγκούνη. Καθίσανε να φάνε. Βλέποντας ο Ζαχαρής μια γύφτισσα λέει πως θα πάει στην τουαλέτα. Σε διάστημα λίγων λεπτών τη συναντάει κρυφά και την ενημερώνει σχετικά με το... ιστορικό του φίλου του! Η πανέξυπνη γύφτισσα αρπάζοντας την ευκαιρία ήρθε στο τραπέζι τους.

-Να σε πώ την μοίρα σου;

-Αει ξεφορτώσου μας να φάμε την μακαρονάδα γιατί μας τάραξε η πείνα,

πετιέται ο Ζαχαρής.

-Εγώ λέω το κύριο να το πώ τη μοίρα του, πώχει σεβντά μεγάλο. Άνοιξε το χέρι

σου. Τρία παιδιά έχεις, το ενα δεν ειναι καλό.

-Τι λέει αυτή πετιέται πάλι ο Ζαχαρής. Διώξτην να ησυχάσουμε.

-Οχι λέγε, λέγε!

-Ασήμωσε να σε πώ!!!.

Ο Ζαχαρής παράτησε το φαΐ και προσποιούνταν τον κατάπληκτο ενώ η γύφτισσα αράδιαζε χαρτί και καλαμάρι, όλα τα οικογενειακά, κατάλληλα διανθισμένα, του θύματος της φάρσας που τάχε χαμένα κι ασήμωνε και ξανασήμωνε. Λέγεται, μάλιστα, πώς όταν γύρισε στη Λευκάδα, τσακώθηκε με τον αδελφό του γιατί η γύφτισσα του είπε πως τον κλέβει!!

- Πριν πολλά χρόνια λοιπόν κάποιοι μπρανέλοι εκαναν δήθεν σερενάτα κοντά στο σπίτι του εισαγγελέα και κάποια στιγμή χρησιμοποίησαν χυδαίο λεξιλόγιο. Την άλλη μέρα ο εισαγγελέας διέταξε ανακρίσεις καλώντας ορισμένους νυκτόβιους. Ενα βράδυ στην ταβέρνα του Φραγκούλη, ο Γιάννης ο Εμπλαστρας αρχισε με στόμφο να λέει:''.... Με εκάλεσε ο εισαγγελέας στο γραφείο του και χωρίς να μου προσφέρει καφέ, με ανέκρινε. Εγώ εθίγην βαθύτατα, σηκώνομαι απο την καρέκλα μου και του λέω: Βρε αχρείε, βρε ανόητε, βρε φτωχέ άνθρωπε, ξέρεις ποιός είμαι εγω;; Του είπα πάρα πολλά και μετά βίας, απο αξιοπρέπεια δεν τον χτύπησα. 'Εμειναμε όλοι άναυδοι και μέσα στην ταβέρνα επικρατούσε σιωπή θανάτου και όλοι τον κοιτούσαν με απορία. Μέχρι που κάποιος τον ερώτησε: 'Και ο εισαγγελέας τι σου ειπε;;;''. Και ο Γιάννης με υφος γαλαζοαίματου απαντά:'Α. αυτός δεν με άκουε, γιατί όλα αυτα τα ελεγα στο σπίτι μου σιγά σιγά για να μην ξυπνήσω την σειρήνα μου....'(σσ'. καταλαβαινετε τι γέλιο και τι φάπα έπεσε).

Μια, αλλη, αληθινη ιστορία ειναι αυτη την με την 'Εντελβαις' την ομορφη βάρκα του Γιαννη Καρύδη. Ο γιος του ο Νιόνιος με τον παιδικο του αυθορμητισμό, βλεποντας την ομορφη βάρκα να σκίζει -με το καινούργιο πανί της τα νερά στο κανάλι- φωναξε με ενθουσιασμό:" Ω δρόμο πατέρα!!! 'Η φράση αυτη εγινε... φειγ βολάν απο τους μπουρανελους -και ακομη και σημερα οι παλιοί τη λένε για πειραγμα-σε σημειο ο μικρός Νιονιος να κλειστει απο τα πειράγματα μεσα στο σπιτι του για πέντε μέρες.

-Ακομη μια απο αυτες τις ιστοριες που δειχνουν το λευκαδιτικο χιουμορ ειναι αυτη με το Νιονιο το Κοτσώλο που συχνά-πυκνα την αφηγειται- με καταπληκτικό τροπο -ο Ηλιας Λογοθέτης. Ειναι η ιστορία οπου στο αποκριάτικο 'Πανθεον΄, στο χορό του Όρφέα΄ ο Νιονιος ντυθηκε, μαζι με τον διδυμο αδελφό του, με ψηλα καπέλα και επισημα ρούχα και αρχισαν να τραγουδουν ενα τραγουδι σε διασκευή-μελοποιηση του Νικου Μορίνα: 'Ετουτη τη βραδιά/θα δωσουμε σ΄ολους μπρίο/κέφι καλη καρδιά/και την καλή μας  συντροφιά. /Αποψε οι δυο μας αλλάξαμε στολές/μαυρο παπιόν /παράξενο μαλλί/. Αποψε οι δυο θα κανουμε το παν/ για να χαρειτε ολοι σας πολύ.'

Κι ενω το νουμερο 'ετρεχε' κανονικά καποιος θαμώνας φωναξε με δυνατη φωνη απο τη γαλαρία:

---Κοτσώλοοοοοο.....

Ο Νιόνιος, χωρις να τα χάσει, σταματησε το νουμερο και εβαλε τα χερια του- σαν χωνι -στο στομα του και απάντησε με στόμφο:

----Της μάνας σου τον κ....!...

Αυλαία φωναξε αμέσως ο κομπέρ. Και καταλαβαινετε τι εγινε. Πανζουρλισμός.

-Και μια άλλη ιστορία:Ο Σωτήρης ο Βαρζέλης ήταν ταμίας στην 'Εθνική' τράπεζα. Λεπτός, καλοντυμένος  και ασθενικός. Το χειμώνα φορούσε γκέτες στα παπούτσια του για να ζεσταίνεται, διπλά γιλέκα, χοντρό παλτό, μπερέ στο κεφάλι και κασκόλ στο λαιμό που το έβγαζε το Πάσχα. Σύχναζε στο φαρμακείο του Σπύρου Ζερβού. Πάντοτε έπαιρνε δυναμωτικά σιρόπια. Στις 12 το μεσημέρι ακριβώς ερχότανε ο συνοδός του ο Γιώργος Αραβανής-Κόμης που τον συνόδευε αλαμπρατσέντο σπίτι του. Έμεινε στο σπίτι του Σικελιανού. Για να μην κρυολογεί όταν σκούπιζε την κάμαρη του, η υπηρεσία του Κωνσταντίνα, έμπαινε στη ντουλάπα και άμα αργούσε η Κωνσταντινα φώναζε:

-Νετάρισες; Για θα σκάσω.

Μια μέρα ήρθε τρεχάτη στο φαρμακείο του Ζερβού, η Κωσνταντινα και αλαφιασμένη είπε οτι ο σιόρ Σωτηράκης είχε μεγάλο πυρετό 37 και δύο και οτι πρέπει να στειλει τον γιατρό τον Σουμέτα να τον εξετάσει. Σε ερώτηση του φαρμακοποιού πως συνέβηκε αυτό το κάζο, απάντησε η Κωσταντινα:

-Μου φαίνεται οτι ο σιορ Σωτηράκης πήγε στο παραθύρι να κάνει χάζι και η λάστρα(το τζάμι) είχε χαραμάδα. Απο κει μπήκε αέρας στη μύτη του και πουντάρισε....

Ο σιόρ Σωτηράκης έγινε καλά αλλά μυαλό δεν έβαζε. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στις 5 το πρωί κατέβηκε στην πλατεία μπαρμπουλωμένος και παρέα με τους μπρανέλους, ξεκίνησε ακολουθώντας τη μουσική που έπαιζε τη Διάνα πηγαίνοντας στον Αη Μηνά. Μόλις έφθασε η πομπή στο ύψος του καφενέ του Τσαμπαρή που ήταν η προβολή του όλο λάστρα και καδινέλα, λέει ο σιόρ Σωτηράκης:

-Δεν θα μου δώστε και μένα την αμποξούλα μου;

-Αμποξούλα θέλει ο σιόρ Σωτηράκης, λέει ο Φωτάκιας, κι΄ αρχίζει με νόημα τ΄αμπομα, απο το Χαμπέο το Γιώργη, στον Καρκαλίτσο, στο Λέτσο, στο Βαγενά τον Ντίνο, στο Τζεβελέκη τον Αντώνη και ο Φωτάκιας τελευταίος με ντάνο δίνει την αμποξούλα στον σιόρ Σωτηράκη που εξαφανίστηκε! Ρε παιδιά που ειναι ο σιορ Σωτηράκης. Πουθενά. Μια στιγμή κάποιος λέει:

-Παιδιά κοιτάτε να γελάστε: Ο σιόρ Σωτηράκης καθιστός επάνω σ΄ενα μαρμάρινο τραπέζι του Τσαμπαρη χωρις να πάθει ούτε γρατσουνιά, παρόλο που σπάσανε τελάρα και λάστρες. Ήτανε η τελευταία χρόνια που φαρομάναγε γιατί έπαθε πνευμονία απο το ατζάρδο του και αυτό και πέθανε(Χρονογράφημα του Κώστα Ζερβού, Φεβρουάριος 1979, 'Ηχω της Λευκάδας').

--Ο Σπύρος Ανυφαντής(Μπρούμης) είχε λατινιέρικο. Δεινός καλαμπουρτζής με βαριά φωνή και πολύτεκνος. Με δυσκολία τα έφερνε βόλτα και χρωστούσε στο ΤΕΒΕ. Ο εισπράκτορας Φαοκοιμίσης(Ρομποτής) τον παρέπεμψε στο δικαστήριο.

-Γιατί κύριε Ανυφαντή δεν πληρώνεις το ΤΕΒΕ;, τον ερώτησε με αυστηρό υφος ο πρόεδρος.

-Θα πλερώσω κύριε πρόεδρε,. θα πλερώσω, απαντάει ο Μπρούμης

Και ανοίγει ενα τσουβάλι γεμάτο χιλιάδες δεκάρες για να εκδικηθεί τον Φαοκοιμίση ο οποίος.. ακόμη τις μετράει.

---Kαποτε ενας φτωχός και αβουλος μπρανέλος επιασε κάποτε στο σπιτι του τη γυναικα του με τον φίλο της:

-Εσυ φεύγα, δεν εχω καμια δουλειά μαζι σου, ειπε στον ανδρα. Και αμεσως βγάζει τη ζωνη του και αρχίζει να δερνει τη γυναικα του.

-Λέγε μωρή, θα το ξανακάνς; Και δωστου με την λουρίδα.

Η μοιχαλίς δεν απαντούσε, ωσπου στο τέλος ο συζυγος απεφάνθη:

-Ω! δεν κρέν, θα το ξανακάν.

Και σταμάτησε το ξύλο, γιατι το θεώρησε περιττό αφου θα το... ξανάκανε.

-Προπολεμικά( αλλά και μεταπολεμικά) η συγκοινωνία Λευκαδας-Πειραια γινόταν με πλοία, με ενδιάμεσους σταθμούς. Ο ''Γλάρος''΄, η ΄'Λουτσίντα'', το ''Πάτραι'' και η ΄Πύλαρος' ήταν ορισμένα απο τα πλοία που προσέγγιζαν την προβλήτα του λιμανιού ή αγκυροβολούσαν άροδο και η εξυπηρέτηση των επιβατών γινόταν με βάρκες. Εδώ έγινε στη δεκαετία του ' 50 (με το ΄Πάτραι΄') ενα δυστύχημα με ανατροπή βαρκας στο λιμάνι. Μεταξύ των επιβατών που έπεσαν στη θάλασσα ήταν και ο Σπύρος Φιλιππας-Πανάγος (ο αείμνηστος συγγραφέας και δημοσιογράφος με το εκρηκτικό χιούμορ). Ο κυρ Σπύρος λοιπόν (οπως τον φώναζαν) αφηγειται στο θρυλικό στέκι στου Μουτρούκαλη τηνπεριπέτεια που έζησε, μέσα στο καταχείμωνο, όταν με βαρκα προσπάθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο (που ήταν αγκυροβολημένο στη μεση του λιμανιού) αλλά ενα ξαφνικό μπουρίνι την ανέτρεψε και έπεσαν όλοι μαζί με τα μπαγκάζια στη θάλασσα(σσ μάλιστα είχαμε και νεκρό). Ο κυρ Σπύρος με το ενα χέρι κρατούσε μια μικρή τσάντα - οπου μέσα είχε και τα ποιήματα του και πήγαινε στην Αθήνα για να τα εκδώσει. Έτσι για να μην πνιγεί με το ενα χέρι κρατούσε υπό μάλης την δερμάτινη τσάντα(που μάλιστα είχε δανειστεί) και με το άλλο κολυμπούσε απεγνωσμένα ώστε να πιαστεί απο ενα κουπί της βαρκας που επέπλεε.

-''Αστραπές, βροντές, κύματα προσπαθώ να πιαστώ και να μην πνιγώ, κρατάω και την τσάντα και δος του '''', αφηγούνταν με παραστατικό τροπο ο κυρ Σπύρος την φοβερή εμπειρια του, βάζοντας για χάριν της αφήγησης και την υπερβολή Και οπως ήταν εκφραστικός έκανε με τα χέρια του τις κινήσεις.

- 'Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα'', τον διέκοψε ο Φιλος (Θεόφιλος) ο Μπάλτσας(σσ ο πατέρας της διάσημης μετζοσοπράνο Αγνής);;;

---Και δίνω μια απλωτή με το ενα χερι, συνέχισε ο κυρ Σπύρος, αστραπές, βροντές, χαμός. Λες και ήμουν χαμένος στον ωκεανό. Κολυμπούσα με το ενα χέρι και με το άλλο κρατούσα τη τσάντα. Παναγια Φανερωμένη βόηθα!!!

- ''Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα'', τον διέκοψε, πάλι, ο Φιλος ο Μπάλτσας.

Τότε σηκώνεται εξαγριωμένος ο Παναγος και με θυμό-αλλά και με υποτιμητικό ύφος- του λέει:

--'' Όχι Μωρε π.... δεν σου λέω. ΅Εγώ πνίγομαι και εσύ με ρωτάς τι είχε μέσα

η τσάντα''!

---Ο Ζαχαρής Κατωπόδης ηταν ο μεγαλυτερος φαρσέρ της παλιάς Λευκάδας. Ο ανθρωπος-χαμόγελο. Σατανικο μυαλό. Μοναδικό χιουμορ. Μυθικες οι φάρσες του. Η καλυτερη ομως φάρσα που σκάρωσε ειχε σχέση με εμπόριο.. γατων. Για καιρο σκάρωνε αυτη τη φαρσα. Με μεθοδικότητα. Στην αρχη ελεγε για τα Ιταλικά καράβια που ερχονται να πάρουν χέλια απο το Ιβάρι. Μιλησε για τις σχεσεις του με Ιταλους εμπόρους και διέδωσε εντέχνως οτι του ανεθεσαν την οργανωση μια ξεχωριστης λαικης αγοράς στη Λευκάδα. Κυκλοφορησε, λοιπον- παραμονή Πρωταπριλιάς- στην πολη και στα χωριά ενα φειγ βολάν που εγραφε τα εξης: ''Ιταλική Λαική Αγορά. Σας ανακοινούμεν οτι αυριον ερχεται στη Λευκάδα και  θα παραμεινει 24ωρες μια περίεργη Ιταλική Λαική Εταιρεία η οποία θα διαθέτει προς πώληση διάφορα ενδιαφέροντα ειδη λαικής τέχνης. Εχει πχ σπουδαια μηχανηματα που θα εκθέσει εις το κινηματογραφοθέατρο 'Τσιριμπαση'. 'Ενα αλλος ειδος που θα διαθέσει ειναι πολλά και διαφορα ειδη σκυλιών παγκοσμίου προελεύσεως. Ο ιδιος ομιλος ενδιαφέρεται και θα αγοράσει απο δω ο,τι εντόπιο προιον της αρεσκειας του. Το ενδιαφέρον θα ειναι για ολους μας αρκει να σημειωθεί οτι θα προβουν εις αγοράν και ζωων πχ γάτες κλπ. Πληροφοριες παρέχει ο κ. Γ...Λ...(καφενείον).''

Αυτο ηταν το περιεχομενο του φειγ βολάν. Εξυπνα γραμμένο. Και φυσικά σε κανένα δεν περασε απο το μυαλο οτι προκειται φαρσα. Το νεο κυκλοφορησε παντού, Σε ολο σχεδον το νησί. Και εγινε της κακομοιρας. Ολοι ετρεχαν να πιάσουν γάτες. Τσουβάλια με γάτες, αυτοκινητα με γάτες, φορτηγάκια με γάτες. Στην πολη ενας εβγαλε απο την κάμαρα τα παιδιά του και τις γέμισε με γάτες. Αλλος εκλεισε σε τσουβάλια γάτες και οταν η ανυπτοπτη γυναικα του ανοιξε την πορτα επεσε λιποθυμη γιατι νομισε οτι το σπιτι γέμισε φαντάσματα. Ταξί απο χωρια του νησιου ηρθαν πολη γεμάτα γάτες. Πολλοι ηταν και οι αγρότες που κουβαλησαν και τους σκύλους τους. Τα παιδια στους δρόμους που δεν αφηναν τις γάτες στην ησυχια τους, δεν σταματουσαν να μαζευουν γατες. Ενα πραγματικο πανδαιμονιο. Η Κυριακη της Πρωταπριλιάς ηρθε. ο Ζαχαρής - με υποσχέσεις για χρήματα- επεισε τους συνεργατες του να κουβαλησουν καρέκλες και τραπεζια στο 'Φοινικα΄, το θερινο κινηματογράφο στην παραλια. Και ολοι περιμεναν με αγωνια το αυτοκινητο της Ιταλικής εταιρειας. Ο Ζαχαρής(... ως γατα), την ΄κοπάνησε΄για την Αθηνα. Και οσο περνουσε η ωρα ο κόσμος αρχισε να δυσανασχετούσε. Και μεσα σε λίγες ωρες οταν εγινε αντιληπή η φάρσα γεμισε η Λευκάδα απο αδεσποτους σκύλους και γατες. Το γεγονος ειναι αληθινό. Και δειχνει οτι η παλιά Λευκάδα ηταν θρυλική. Και ανεπανάληπτη.

- Ο Αγγελος ήταν ένας φοβερός τύπος της παλιάς Λευκάδας. Παμφάγος και αχόρταγος. Λαίμαργος με όλη τη σημασία της λέξης. Σπούδαζε στην Αθήνα ώσπου μια μέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα: "βρακατσάνοι γουρμάσανε". Και ο Αγγελος έφυγε για πάντα από την Αθήνα για να ικανοποιήσει τη λαιμαργία του τρώγοντας βρακατσάνους. Αλλά η φοβερή, αληθινή, ιστορία με τον Αγγελο είναι η παρακάτω που μας αφηγείται συχνά ο Ηλίας Λογοθέτης (Φρούφαλος). Ο Αγγελος, λοιπόν, για πολλούς μήνες έκανε μεγάλη οικονομία ώστε να προετοιμαστεί για το μεγάλο τραπέζι. Ένα μοναδικό τσιμπούσι. Αλλά δεν ήθελε με καμία δύναμη να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του. Της είπε ότι έχει υποχρέωση σε κάποιους Πρεβεζάνους. Αγόρασε λοιπόν αυγοτάραχο, σαλάμια, γάμπαρες, μια μεγάλη γαλοπούλα, μια τεράστια συναγρίδα, ένα μικρό χοιρίδιο, σαλάτες, τυριά, γλυκά, κρασιά, ούζο και φρούτα. Όλα τα καλούδια. Και είχε ετοιμαστεί για ένα λουκούλλειο δείπνο. Η μεγάλη βραδιά έφθασε. Και ο Αγγελος λέει στη μάνα του: "Μάνα, θα έρθουν οι καλεσμένοι αλλά επειδή θ' αρχίσουν τ' αφσκόλογα πήγαινε για ύπνο". Πράγματι η μάνα του Αγγελου αποσύρθηκε στην κάμαρά της. Της έβαλε και το καδινάτσο για σιγουριά. Οι καλεσμένοι έφθασαν γύρω στις 10 το βράδυ. Ο Αγγελος κατέβηκε τη σκάλα για να τους υποδεχθεί. Καλώς τους. Καλησπέρα. Καλώς το Γιάννη, καλώς το Νίκο, καλώς το Χρίστο. Χαθήκαμε ρε παιδιά, είχα καιρό να σας δω. Και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με τρόπο σαν ν' ανέβαιναν και οι καλεσμένοι του. Μετά από λίγο άρχισε το τσιμπούσι. Ο Αγγελος ήταν μεγάλος μίμος. Και άρχισε τους διαλόγους:

--- Παναγία μου τη ψαρούκλα είναι αυτή!

--- Και το γουρουνόπουλο είναι φοβερό.

--- Καλά Αγγελε, η γαλοπούλα σου είναι το κάτι άλλο.

Και να το τσούγκρισμα των ποτηριών. Εβίβα, γεια σου, να 'σαι καλά Αγγελε, πάντα από τέτοια. Και τα ρέστα. Η ώρα περνούσε. Οι διάλογοι συνεχίζονταν μαζί και το φαγητό. Τα μαχαίρια και τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα.

--- Εις υγείαν.

--- Είναι όλα υπέροχα!

-- Μπράβο Αγγελε, σου χρωστάμε και εμείς τραπέζι στην Πρέβεζα....

Η ώρα είχε φθάσει 5 το πρωί. Οι καλεσμένοι (εννοείται) έφυγαν. Και η μάνα του Αγγελου κατάφερε να διακρίνει από τη χαραμάδα της πόρτας το γιο της πεσμένο με τα μούτρα πάνω στο τραπέζι, σκασμένο απ' το φαΐ. Και σταυροκοπήθηκε. "Μπα το ξεπατωμένο", μονολόγησε. Ο Αγγελος κατάφερε το απίστευτο. Το μοναδικό. Έφαγε μόνος του όλα τα φαγητά. Μέχρι σκασμού. Είχε παραθέσει τραπέζι στον εαυτό του!!!

-Τον αποκαλούσαν, Μπολσεβίκο γιατί -όπως λέγανε-απο μικρό παιδί γιατί ήταν κατάμαυρος και μικροκαμωμένος. Στην κεντρική αγορά ήταν τομαγαζίτου: ''Οινομαγειρείο η φτώχεια, Αγγελος Σταγιάννος''. Μονίμως με ενα γαρίφαλο στο αριστερό του αυτί, πλατύ μάλλινο ζωνάρι και καλή καρδιά. Το μαγαζί του ήταν διακοσμημένο με τη τότε Βασιλική οικογένεια, με λιθογραφίες εποχής και με ενα καντήλι σε εικονοστάσι. Κλασικός τυπος Λευκαδίτη με το κρασί του, το καλαμπούρι, το μεζέ και το τραγούδι. Και φυσικά μόνο.... μπολσεβίκος δεν ήταν. Αλλά αυτό το παρατσούκλι το πλήρωσε ακριβά. Μόλις ήρθανε οι Γερμανοί στη Λευκάδα ζήτησαν να τον γνωρίσουν αμέσως.

-Εσύ είσαι ο Μπολσεβίκος, τον ρώτησαν.

-Ναι, απάντησε αυθόρμητα ο Αγγελος. Και τότε τον πλάκωσαν αλύπητα στο ξύλο ενώ τον έκλεισαν για 20 ημέρες στο φρούριο του Τεκέ, στην Ακαρνανία, στο δρόμο για τη Λευκάδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις